- αλχημιστής
- ο (θηλ. -ίστρια)1. αυτός που ασχολείται με την αλχημεία2. αυτός που προσπαθεί να επιτύχει με μυστηριώδεις ή ανορθόδοξες ενέργειες ο καταφερτζής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλχημιστής — ο αυτός που ασχολείται με την αλχημεία: Οι αλχημιστές με τις εργασίες τους υπήρξαν οι πρόδρομοι των σημερινών χημικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… … Dictionary of Greek
αλχυμεία — αλχυμικός, αλχυμιστής άλλη γραφή τών λέξεων αλχημεία, αλχημικός, αλχημιστής (βλ. και αλχημεία) … Dictionary of Greek
ζώσιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Αλέξανδρος. 2. Ζ. ο μάρτυς, ο μοναχός. Καταγόταν από την Κιλικία και μαρτύρησε επί Δομιτιανού (51 96). Μπόρεσε όμως να σωθεί και κατέφυγε στα βουνά, μαζί με τον Αθανάσιο τον… … Dictionary of Greek
χημευτής — και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μ ο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] … Dictionary of Greek
Αγαθοδαίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πανάρχαιος αναμορφωτής και αρχηγός θρησκείας, ιδρυτής μυστηρίων,δηλαδή απόκρυφης λατρείας. Τον θεωρούν ιστορικό πρόσωπο μόνο οι αποκρυφιστές, ενώ οι κριτικοί τον ταυτίζουν με τον θεό Αγαθοδαίμονα της μυθολογίας (βλ … Dictionary of Greek
Βαλεντίνος, Βασίλειος — (Valentinus, τέλη 14ου – 15ος αι.). Γερμανός αλχημιστής. Ταξίδεψε στην Ισπανία, την Αγγλία και την Ολλανδία και, τελικά το 1413 αποσύρθηκε σε μοναστήρι Βενεδικτίνων στην Ερφούρτη. Θεωρείται για την εποχή του πρωτοπόρος στον τομέα των χημικών… … Dictionary of Greek
Δάνης, Γιώργος — (Σμύρνη 1920 – 1995). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του θεατρικού ηθοποιού Δανιήλ Γαβριηλίδη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το 1949, στην επιθεώρηση Άνθρωποι του ’49· το 1951 εμφανίστηκε στην πρόζα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek